υπτιασμός

υπτιασμός
ο / ὑπτιασμός, ΝΜΑ [ὑπτιάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπτιάζω
νεοελλ.
φυσιολ. κίνηση περιστροφής τού πήχεως τού χεριού με την οποία η παλάμη οδηγείται προς τα επάνω ή τού άκρου ποδιού με την οποία το έσω χείλος του σηκώνεται προς τα επάνω
αρχ.
το να είναι κανείς κατάκοιτος για πολύ χρόνο, λόγω ασθένειας
2. μτφ. τάση για έμετο, ναυτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπτιασμός — laying oneself backwards masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμοῦ — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμούς — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμῶν — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμῷ — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμόν — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπτίαση — η / ὑπτίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑπτιάζω] υπτιασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”