- υπτιασμός
- ο / ὑπτιασμός, ΝΜΑ [ὑπτιάζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπτιάζωνεοελλ.φυσιολ. κίνηση περιστροφής τού πήχεως τού χεριού με την οποία η παλάμη οδηγείται προς τα επάνω ή τού άκρου ποδιού με την οποία το έσω χείλος του σηκώνεται προς τα επάνωαρχ.το να είναι κανείς κατάκοιτος για πολύ χρόνο, λόγω ασθένειας2. μτφ. τάση για έμετο, ναυτία.
Dictionary of Greek. 2013.